πεζογέφυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεζογέφυρα θηλυκό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πεζογέφυρα στην αγγλική Βικιπαίδεια
- αυτοκινητογέφυρα
- ποδηλατογέφυρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεζογέφυρα