πεζογράφημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεζογράφημα < πεζογράφος + -ημα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεζογράφημα ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεζογράφημα
|