πεζογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεζογραφικός η πεζογραφική το πεζογραφικό
      γενική του πεζογραφικού της πεζογραφικής του πεζογραφικού
    αιτιατική τον πεζογραφικό την πεζογραφική το πεζογραφικό
     κλητική πεζογραφικέ πεζογραφική πεζογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεζογραφικοί οι πεζογραφικές τα πεζογραφικά
      γενική των πεζογραφικών των πεζογραφικών των πεζογραφικών
    αιτιατική τους πεζογραφικούς τις πεζογραφικές τα πεζογραφικά
     κλητική πεζογραφικοί πεζογραφικές πεζογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεζογραφικός < πεζογραφ(ία) + -ικός [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

πεζογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]