πεζογραφικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεζογραφικός < πεζογραφ(ία) + -ικός [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]πεζογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πεζογράφο ή την πεζογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις πεζογράφος, πεζός, πόδι και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πεζογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας