πεζοτράγουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεζοτράγουδο < πεζ(ό) + -ο- + τραγούδ(ι) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεζοτράγουδο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) λογοτεχνικό είδος που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του πεζού κειμένου με αυτά του τραγουδιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεζοτράγουδο