πειθαρχικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειθαρχικώς < πειθαρχικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
πειθαρχικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του πειθαρχικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειθαρχικώς
|