πειθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πειθώ | ||
γενική | της | πειθώς & πειθούς | ||
αιτιατική | την | πειθώ | ||
κλητική | πειθώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. Δείτε και την Πειθώ. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειθώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πειθώ θηλυκό
- η ικανότητα κάποιου να πείθει
- η πειστικότητα
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πείθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειθώ
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | ||
---|---|---|---|---|
διαλεκτικοί τύποι | ||||
ονομαστική | ἡ | πειθώ | ||
γενική | τῆς | πειθόος & πειθοῦς |
||
δοτική | τῇ | πειθοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | πειθώ | ιωνικός: πειθοῦν | |
κλητική ὦ! | πειθοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πειθώ θηλυκό
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πειθώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειθώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ηχώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιωνική διάλεκτος
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φειδώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φειδώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώ (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)