πειραματίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειραματίστρια < πειραματιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πειραματίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πειραματιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειραματίστρια