πειρώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειρώμαι < αρχαία ελληνική πειράομαι / πειρῶμαι, παθητική φωνή του ρήματος πειράω / πειρῶ < πεῖρα
Ρήμα[επεξεργασία]
πειρώμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειρώμαι
|