πεισματικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεισματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πεισματικός, -ή, -ό
- που γίνεται με πείσμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πείσμα