Μετάβαση στο περιεχόμενο

πεισμώνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεισμώνω <πείσμα + -ώνω

πεισμώνω, μτχ παθ. παρακ. πεισμωμένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]