πειστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειστήριο < αρχαία ελληνική πειστήριος < πείθω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πειστήριο ουδέτερο, (καθαρεύουσα) πειστήριον
- οποιοδήποτε κινητό πράγμα που πείθει για κάτι
- (νομικός όρος), (ανακριτική): οποιοδήποτε αντικείμενο που συντελεί στη βεβαίωση ή όχι τέλεσης αξιόποινης πράξης και κατ΄ επέκταση στην αθώωση ή την ενοχή κατηγορουμένου.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειστήριο
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)