πειστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειστικός < αρχαία ελληνική πειστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πειστικός
- αυτός που πείθει τους άλλους, που γίνεται πιστευτός από τους άλλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειστικός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πειστικός
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σε πολλά κείμενα υπάρχει και με τη μορφή: πιστικός