πειστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πειστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πείθομαι
- θα πειστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πείθομαι