πελέκημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελέκημα < ελληνιστική κοινή πελέκημα < πελεκάω < αρχαία ελληνική πέλεκυς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελέκημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του πελεκώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελέκημα
|