πελαγισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελαγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πελαγίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πελαγισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη [[452a3πελαγισμενοσ]]