πελαγισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελαγισμένος η πελαγισμένη το πελαγισμένο
      γενική του πελαγισμένου της πελαγισμένης του πελαγισμένου
    αιτιατική τον πελαγισμένο την πελαγισμένη το πελαγισμένο
     κλητική πελαγισμένε πελαγισμένη πελαγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελαγισμένοι οι πελαγισμένες τα πελαγισμένα
      γενική των πελαγισμένων των πελαγισμένων των πελαγισμένων
    αιτιατική τους πελαγισμένους τις πελαγισμένες τα πελαγισμένα
     κλητική πελαγισμένοι πελαγισμένες πελαγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελαγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πελαγίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

πελαγισμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη [[452a3πελαγισμενοσ]]