πελαγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πελαγίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελαγώνω < ελληνιστική κοινή πελαγόω[1] / πελαγῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική πέλαγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.laˈɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λα‐γώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

πελαγώνω

  1. (λαϊκότροπο) πλέω στο πέλαγος
    ※  Κανόνι βροντοῦσε πέρα τὸ κῦμα. Καὶ μᾶς ἔδερνε καὶ μᾶς ἔσπρωχνε καὶ μᾶς πελάγωνε, σὰν νὰ μᾶς εἶχε ἀντίδικους. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Κακότυχος, από τη συλλογή Λόγια της πλώρης, 1924)
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τι να κάνω, πώς να φερθώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πελαγόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.