πελαργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελαργός οι πελαργοί
      γενική του πελαργού των πελαργών
    αιτιατική τον πελαργό τους πελαργούς
     κλητική πελαργέ πελαργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελαργός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πελαργός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.laɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λαρ‐γός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πελαργός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έρχεται ο πελαργός: όταν επίκειται γέννα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πελαργός οἱ πελαργοί
      γενική τοῦ πελαργοῦ τῶν πελαργῶν
      δοτική τῷ πελαργ τοῖς πελαργοῖς
    αιτιατική τὸν πελαργόν τοὺς πελαργούς
     κλητική ! πελαργέ πελαργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελαργώ
γεν-δοτ τοῖν  πελαργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελαργός, ήδη τον 5ο αιώνα < θέμα πελ- (πιθανόν μέσω των επιθέτων πελιός, πελλός (γκρίζος, φαιός, μελανόχρωμος → δείτε και τη λέξη πελιδνός) + ἀργός (λευκός, φωτεινός, → και δείτε τη λέξη ἄργυρος[1]
  • για τη σχέση με το Πελασγός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πελαργός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]