πελαργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πελαργός | οι | πελαργοί |
γενική | του | πελαργού | των | πελαργών |
αιτιατική | τον | πελαργό | τους | πελαργούς |
κλητική | πελαργέ | πελαργοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελαργός < αρχαία ελληνική πελαργός < πελός/*πελαϝός (φαιός, σκούρος) + ἀργός (λευκός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελαργός αρσενικό
- (ορνιθολογία) μεγάλο πουλί (Ciconia ciconia) με μακριά πόδια και μεγάλο ράμφος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έρχεται ο πελαργός: όταν επίκειται γέννα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πελαργός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελαργός
|
|