πελασγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελασγικός η πελασγική το πελασγικό
      γενική του πελασγικού της πελασγικής του πελασγικού
    αιτιατική τον πελασγικό την πελασγική το πελασγικό
     κλητική πελασγικέ πελασγική πελασγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελασγικοί οι πελασγικές τα πελασγικά
      γενική των πελασγικών των πελασγικών των πελασγικών
    αιτιατική τους πελασγικούς τις πελασγικές τα πελασγικά
     κλητική πελασγικοί πελασγικές πελασγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελασγικός < αρχαία ελληνική πελασγικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πελασγικός,ή,ο

  1. ο σχετικός με τον πρωτοελληνικό ή κατ' άλλους προελληνικό πολιτισμό στην περιοχή της Ελλάδας
  2. ο σχετικός με τους Πελασγούς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελασγικός < Πελασγός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

πελασγικός (απαντάται κυρίως με κεφαλαίο, ακόμα και με χρήση επιθέτου)

  • εκείνος που ανήκε στο φύλο των Πελασγών, ο σχετικός με τη γλώσσα τους, το φύλο αυτό καθαυτό
  • εἰ τοίνυν ἦν καὶ πᾶν τοιοῦτο τὸ Πελασγικόν, τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε : εάν λοιπόν αυτή τη γλώσσα μιλούσαν όλοι οι Πελασγοί, τότε η αττική φυλή, που είναι πελασγική, όταν άλλαξε και έγινε ελληνική, άλλαξε και τη γλώσσα της (Ηρόδοτος, Κλειώ (1ο) 57, απόδοση Γ. Σκαλίδης)

Συγγενικά[επεξεργασία]