πελεκάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελεκάνος < (ελληνιστική κοινή) πελεκᾶνος < λατινικά pelecanus < αρχαία ελληνική πελεκάν < πελεκ- του πέλεκυς (εξαιτίας του ράμφους που κόβει σαν πέλεκυς)
- πελεκάνος < αρχαία ελληνική πελεκᾶς
- πελεκάνος < πελεκώ + -άνος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.leˈka.nos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελεκάνος αρσενικό
- (πτηνό) μεγαλόσωμο πτηνό με λευκό ή ρόδινο φτέρωμα κι ένα χαρακτηριστικά μεγάλο και διασταλτό σάκο κάτω από το ράμφος του όπου αποθηκεύει τη λεία του. Τρέφεται με ψάρια στους υδροβιότοπους που ζει και, παρά το αδέξιο βάδισμά του, έχει εξαιρετικές ικανότητες στην κολύμβηση
- (πτηνό, λαϊκότροπο) δρυοκολάπτης
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο, επάγγελμα) που δουλεύει το ξύλο αλλά κυρίως την πέτρα, μέλος μπουλουκιού ( μαστόρικου συνεργείου) ή ανεξάρτητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελεκάνος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)