πελεκάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελεκάω < πελεκ(ώ) (< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πελεκῶ, συνηρημένος τύπος του πελεκάω) + σύγχρονη κατάληξη -άω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.leˈka.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λε‐κά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

πελεκάω/πελεκώ, πρτ.: πελεκούσα/πελέκαγα, αόρ.: πελέκησα, παθ.φωνή: πελεκιέμαι, π.αόρ.: πελεκήθηκα, μτχ.π.π.: πελεκημένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πέλεκυς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελεκάω < πέλεκ(υς) + -άω

Ρήμα[επεξεργασία]

πελεκάω/πελεκῶ

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

σύνθετα

→ και δείτε τη λέξη πέλεκυς

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]