πελιδνός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελιδνός < αρχαία ελληνική πελιδνός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛ.lið.ˈnɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
πελιδνός (λόγιο)
- κάτωχρος, κατάχλομος
- καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τ' αερικό στο δέντρο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πελιδνός, -ή, -όν (& πελιτνός, -ή, -όν)
- μαυροκίτρινος, υποκίτρινος
- μελανιασμένος
- αἱ ἀποχρέμψιες αἱ ἐν τοῖσι πυρετοῖσι τοῖσι μὴ διαλείπουσιν, αἱ πελιδναὶ, καὶ αἱματώδεες, καὶ δυσώδεες, καὶ χολώδεες, πᾶσαι κακαί (Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, 4, 47)
- μπλαβιασμένος
- πελιδνός
- χλομός
- ωχρός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon