πελιδνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πελιδνός | η | πελιδνή | το | πελιδνό |
γενική | του | πελιδνού | της | πελιδνής | του | πελιδνού |
αιτιατική | τον | πελιδνό | την | πελιδνή | το | πελιδνό |
κλητική | πελιδνέ | πελιδνή | πελιδνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πελιδνοί | οι | πελιδνές | τα | πελιδνά |
γενική | των | πελιδνών | των | πελιδνών | των | πελιδνών |
αιτιατική | τους | πελιδνούς | τις | πελιδνές | τα | πελιδνά |
κλητική | πελιδνοί | πελιδνές | πελιδνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελιδνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πελιδνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelito- < *pel- (γκρι) (πβ. σανσκριτικά पलित (palitá), λατινικά pallidus)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.liðˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λιδ‐νός
Επίθετο[επεξεργασία]
πελιδνός, -ή, -ό
- (αρχαιοπρεπές) κάτωχρος, κατάχλομος και μελανός
- ※ καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τ' αερικό στο δέντρο)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελιδνός < πελιός < πελ(λ)ός → λείπει η ετυμολογία -δνός
Επίθετο[επεξεργασία]
πελιδνός, -ή, -όν (& πελιτνός, -ή, -όν)
- πελιδνός, μαυροκίτρινος, υποκίτρινος
- ※ και μετ' ολίγον οξείαι συνηκολούθουν οδύναι, και σπασμός και τρόμος τον όλον όγκον κατείχεν, ό τε χρως ψυχρός και πελιδνός, εγίνετο, και διά των εμέτων εξέπιπτε χολή, προς δε τούτοις από του τραύματος μέλας αφρός απέρρει (Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, βιβλ. 17, 103, 40 books.google)
- μελανιασμένος, μπλαβιασμένος
- ※ αἱ ἀποχρέμψιες αἱ ἐν τοῖσι πυρετοῖσι τοῖσι μὴ διαλείπουσιν, αἱ πελιδναὶ, καὶ αἱματώδεες, καὶ δυσώδεες, καὶ χολώδεες, πᾶσαι κακαί (Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, 4, 47)
Πηγές[επεξεργασία]
- πελιδνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελιδνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δνός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)