πελοποννησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελοποννησιακός < αρχαία ελληνική Πελοποννησιακός < Πελοπόννησος
Επίθετο[επεξεργασία]
πελοποννησιακός
- ο σχετικός με την Πελοπόννησο ή τους Πελοποννησίους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελοποννησιακός