πελτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πελτές | οι | πελτέδες |
γενική | του | πελτέ | των | πελτέδων |
αιτιατική | τον | πελτέ | τους | πελτέδες |
κλητική | πελτέ | πελτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική pelte + -ς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελτές αρσενικό
- συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας, ελαφρά αλατισμένος για να συντηρείται
- (παρωχημένο) μαρμελάδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)