πεμπτουσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεμπτουσία οι πεμπτουσίες
      γενική της πεμπτουσίας των πεμπτουσιών
    αιτιατική την πεμπτουσία τις πεμπτουσίες
     κλητική πεμπτουσία πεμπτουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεμπτουσία < πέμπτος + ουσία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pem.ptuˈsi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεμπτουσία θηλυκό

  1. το αόρατο πέμπτο στοιχείο του σύμπαντος σύμφωνα με την κοσμολογία των αρχαίων Ελλήνων (ο αιθέρας)
  2. (μεταφορικά) το πιο ουσιώδες, το πιο κυρίαρχο
  3. (μεταφορικά) ένα αντίκειμενο εξαιρετικά ωραίο
Αυτό το άρωμα είναι η πεμπτουσία των αισθήσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]