πενηντάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πενηντάρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πενηντάρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πενηντάρα θηλυκό
- αυτή που έχει ηλικία 50 ετών
- (λαϊκότροπο) ένα σύνολο 50 μονάδων από κάποιο νόμισμα