πενικιλίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πενικιλίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική pénicilline < νεολατινική penicillium < λατινική penicillum < peniculus < penis + -culus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pes
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πενικιλίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) είδος αντιμικροβιακού φαρμάκου, υπαγόμενο στις β-λακτάμες, αποτελώντας ιδιαίτερη ομάδα, αυτή των πενικιλλινών. Ανακαλύφτηκε από τον Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ το 1928.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πενικιλίνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)