πεντάγωνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πεντάγωνο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάγωνο τα πεντάγωνα
      γενική του πενταγώνου
πεντάγωνου
των πενταγώνων
    αιτιατική το πεντάγωνο τα πεντάγωνα
     κλητική πεντάγωνο πεντάγωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεντάγωνο < ελληνιστική πεντάγωνον, ουδέτερο του πεντάγωνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /penˈda.ɣo.no/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεντάγωνο ουδέτερο

  1. γεωμετρικό σχήμα που έχει πέντε πλευρές και πέντε γωνίες
  2. → δείτε τη λέξη  Πεντάγωνο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]