Μετάβαση στο περιεχόμενο

πεντάγωνον

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πεντάγωνον τὰ πεντάγων
      γενική τοῦ πενταγώνου τῶν πενταγώνων
      δοτική τῷ πενταγών τοῖς πενταγώνοις
    αιτιατική τὸ πεντάγωνον τὰ πεντάγων
     κλητική ! πεντάγωνον πεντάγων
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πενταγώνω
γεν-δοτ τοῖν  πενταγώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεντάγωνον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντάγωνος (αρχαία ελληνική )

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεντάγωνον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πεντάγωνον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πεντάγωνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πεντάγωνος