πεντάδραχμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πεντόδραχμο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάδραχμο τα πεντάδραχμα
      γενική του πεντάδραχμου των πεντάδραχμων
    αιτιατική το πεντάδραχμο τα πεντάδραχμα
     κλητική πεντάδραχμο πεντάδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντάδραχμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική πεντάδραχμος (αξίας πέντε δραχμών). Μορφολογικά πεντά- + -δραχμο [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /penˈða.dɾax.mo/ και σε γρήγορο λόγο /peˈða.dɾax.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντά‐δραχ‐μο
παλιότερος συλλαβισμός: πεν‐τά‐δρα‐χμο
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: χάρτινο πεντάδραχμο τυπωμένο το 1923

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντάδραχμο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]