πεντάκλιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντάκλιτος < πεντά- + κλίτ(ος) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
πεντάκλιτος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) (συνήθως για ναό) που έχει πέντε κλίτη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντάκλιτος
|