πεντάφωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάφωτος η πεντάφωτη το πεντάφωτο
      γενική του πεντάφωτου της πεντάφωτης του πεντάφωτου
    αιτιατική τον πεντάφωτο την πεντάφωτη το πεντάφωτο
     κλητική πεντάφωτε πεντάφωτη πεντάφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάφωτοι οι πεντάφωτες τα πεντάφωτα
      γενική των πεντάφωτων των πεντάφωτων των πεντάφωτων
    αιτιατική τους πεντάφωτους τις πεντάφωτες τα πεντάφωτα
     κλητική πεντάφωτοι πεντάφωτες πεντάφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντάφωτος < πεντά- + φω(ς) + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

πεντάφωτος, -η, -ο

  1. που έχει πέντε φώτα, λάμπες ή κεριά
    πεντάφωτο φωτιστικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]