πεντάχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πεντάχρωμος, -η, -ο
- που αποτελείται από πέντε χρώματα
- πεντάχρωμες κλωστές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντάχρωμος
|