πεντάχρωμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πεντάχρωμος, -η, -ο
- που αποτελείται από πέντε χρώματα
- πεντάχρωμες κλωστές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεντάχρωμος
|