πενταγράμμου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πενταγράμμου ουδέτερο
- (λόγιο) γενική ενικού του πεντάγραμμο - σε εκφράσεις όπως:
- φωνές του πενταγράμμου : τραγουδιστές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πεντάγραμμου
- Οι γραμμές αυτού του πεντάγραμμου είναι πολύ στενές! Δεν μπορώ να γράψω τις νότες.