πεντανόστιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πεντανόστιμος
- αυτός που είναι πολύ νόστιμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντανόστιμος
|
πεντανόστιμος
|