πενταροδεκάρες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι πενταροδεκάρες
      γενική των πενταροδεκάρων
    αιτιατική τις πενταροδεκάρες
     κλητική πενταροδεκάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πενταροδεκάρες < πεντάρες + -ο- + δεκάρες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πενταροδεκάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (παρωχημένο, σπάνιο) πεντάρες και δεκάρες (ως σύνολο)
  2. (κατ’ επέκταση) ελάχιστο χρηματικό ποσό

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]