Μετάβαση στο περιεχόμενο

πεντεκαίδεκα

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεντεκαίδεκα < πεντε- + καί + δέκα

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

πεντεκαίδεκα άκλιτο αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Και δείτε