Μετάβαση στο περιεχόμενο

πεντηκονταετής

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντηκονταετής η πεντηκονταετής το πεντηκονταετές
      γενική του πεντηκονταετούς* της πεντηκονταετούς του πεντηκονταετούς
    αιτιατική τον πεντηκονταετή την πεντηκονταετή το πεντηκονταετές
     κλητική πεντηκονταετή(ς) πεντηκονταετής πεντηκονταετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντηκονταετείς οι πεντηκονταετείς τα πεντηκονταετή
      γενική των πεντηκονταετών των πεντηκονταετών των πεντηκονταετών
    αιτιατική τους πεντηκονταετείς τις πεντηκονταετείς τα πεντηκονταετή
     κλητική πεντηκονταετείς πεντηκονταετείς πεντηκονταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεντηκονταετής < αρχαία ελληνική πεντηκονταετής / πεντήκοντα + -ετής  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

πεντηκονταετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί πενήντα χρόνια
     συνώνυμα: πενηντάχρονος
  2. που έχει ηλικία πενήντα ετών
     συνώνυμα: πενηντάρης, πεντηκοντούτης, πενηντάχρονος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεντηκονταετής αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / εννενηκονταετής εκατονταετής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]