πεντηκοντούτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντηκοντούτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντηκοντοῦτις < επίθετο πεντηκοντούτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντηκοντούτις θηλυκό (αρσενικό πεντηκοντούτης)
- (αρχαιοπρεπές) αυτή που έχει ηλικία πενήντα ετών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πενήντα και πεντήκοντα
Πηγές[επεξεργασία]
- πεντηκοντούτις - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)