πεντοζάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντοζάνη < πεντόζ(η) + -άνη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pentosan ή από τη γαλλική pentosane
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pen.doˈza.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντο‐ζά‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντοζάνη θηλυκό
- (χημική ένωση) πολυμερής χημική ένωση που αποτελείται από σάκχαρα πεντόζης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- pentozan στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άνη (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικές ενώσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)