πεντοξείδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντοξείδιο τα πεντοξείδια
      γενική του πεντοξειδίου
πεντοξείδιου
των πεντοξειδίων
    αιτιατική το πεντοξείδιο τα πεντοξείδια
     κλητική πεντοξείδιο πεντοξείδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντοξείδιο < πεντ- + οξείδιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντοξείδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]