πεπειραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεπειραμένος < αρχαία ελληνική πεπειραμένος, μετοχή παρακειμένου του πειράομαι - πειρῶμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]πεπειραμένος, -η, -ο
- έμπειρος σε κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεπειραμένος