πεπραγώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πεπραγώς < πράττω
Μετοχή[επεξεργασία]
πεπραγώς αρσενικό
- άλλη μορφή του πεπραχώς
- → δείτε τη λέξη πράττω
πεπραγώς < πράττω
πεπραγώς αρσενικό