πεπραγώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεπραγώς < πράττω

Μετοχή[επεξεργασία]

πεπραγώς αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  πράττω