πεπρωμένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεπρωμένο < αρχαία ελληνική πεπρωμένον, μετοχή ουδετέρου γένους του πέπρωται
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.pɾoˈme.no/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεπρωμένο ουδέτερο
- ό,τι θεωρείται πως έχει ήδη προδιαγραφεί, από τη μοίρα, να συμβεί