περάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

περάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περνώ
  2. θα περάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περνώ
  3. να περάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περνώ