περάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περάτης οι περάτες
      γενική του περάτη των περατών
    αιτιατική τον περάτη τους περάτες
     κλητική περάτη περάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περάτης < (αρχαία) περῶ (: περνώ, διασχίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περάτης αρσενικό ή θηλυκό

οι περάτες χάζευαν το θέαμα
ρωτούσε τον περάτη για την απόσταση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]