περί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περί < αρχαία ελληνική περί
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
περί
- (για αριθμό) κοντά σε, περίπου
- ήμασταν περί τα 200 άτομα στη συγκέντρωση
- σχετικά με κάτι ή κάποιον
- δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται