περίαπτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περίοπτο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίαπτο τα περίαπτα
      γενική του περίαπτου
περιάπτου
των περίαπτων
περιάπτων
    αιτιατική το περίαπτο τα περίαπτα
     κλητική περίαπτο περίαπτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίαπτο < αρχαία ελληνική περίαπτον, ουδέτερο του περίαπτος < περί + ἅπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίαπτο ουδέτερο

  • αντικείμενο που θεωρείται πως έχει μαγικές και αποτροπαϊκές ικανότητες
    Δεν είναι η πρώτη φορά που το Αρχαιολογικό Συμβούλιο εξετάζει υποθέσεις για παράδοση αρχαιοτήτων και την καταβολή αμοιβής. H προχθεσινή, πάντως, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι το εύρημα ήταν πραγματικά μοναδικό. Ένα εντυπωσιακό χρυσό περίαπτο, από αυτά που σπανίζουν στον ελλαδικό χώρο, το οποίο βρέθηκε στο δρόμο Βέροιας - Κοζάνης. Το περίαπτο, που χρονολογείται στο 4.000 π.X., βρήκε μια φωτογράφος, η οποία ενημέρωσε την Εφορεία Αρχαιοπωλών. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]