Μετάβαση στο περιεχόμενο

περίβλημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίβλημα τα περιβλήματα
      γενική του περιβλήματος των περιβλημάτων
    αιτιατική το περίβλημα τα περιβλήματα
     κλητική περίβλημα περιβλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περίβλημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίβλημα (φόρεμα, ελληνιστική σημασία: μεμβράνη). Και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enveloppe, revêtement[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + βλημ- (βλήμα) από το βάλλω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾi.vli.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίβλημα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε περιβάλλει κάτι
  2. (μεταφορικά) αυτό που γίνεται αντιληπτό επιφανειακά και όχι η ουσία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και δείτε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]