περίγειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίγειο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίγειον (εννοείται σημεῖον), ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου περίγειος < περί- + -γειος < γῆ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /peˈɾi.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐γει‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίγειο ουδέτερο
- (αστρονομία) το σημείο της ελλειπτικής τροχιάς ενός φυσικού (της Σελήνης) ή τεχνητού δορυφόρου όπου η απόσταση από τη Γη είναι η ελάχιστη
- Στις 20.44 το βράδυ της Κυριακής (ώρα Ελλάδας) το φεγγάρι θα βρεθεί στο λεγόμενο περίγειο, δηλαδή στην ελάχιστη απόσταση από τον μητρικό του πλανήτη, που είναι περίπου 357.000 χιλιόμετρα. Αυτό θα συμβεί μόλις 26 λεπτά πριν το φεγγάρι περάσει επίσημα στη φάση της πανσελήνου. Σύμφωνα με τη NASA, η «υπερπανσέληνος» αυτή θα είναι έως και 14% μεγαλύτερη και 30% πιο λαμπρή από ό,τι οι πανσέληνοι στο απόγειο, όταν η Σελήνη βρίσκεται στη μέγιστη απόστασή της. (*)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Όροι για αναφορά σε άλλον πλανήτη ή σώμα αναφοράς, όταν υπάρχει ελλειπτική τροχιά: (Χρειάζεται επεξεργασία) → δείτε τους όρους περιήλιο και αφήλιο
- → δείτε apsis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)