Μετάβαση στο περιεχόμενο

περίγραμμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίγραμμα τα περιγράμματα
      γενική του περιγράμματος των περιγραμμάτων
    αιτιατική το περίγραμμα τα περιγράμματα
     κλητική περίγραμμα περιγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περίγραμμα < ελληνιστική κοινή περίγραμμα < αρχαία ελληνική περιγράφω < περί + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική contour[1] [2])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾi.ɣɾa.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίγραμμα ουδέτερο

  1. η γραμμή που βρίσκεται στην εξωτερική περίμετρο ενός σχήματος ή πράγματος, που το περιβάλλει
      Οπότε την επόμενη μέρα ο Μπίθρος γύρισε στο σχολείο και είπε στους καθηγητές και τους μαθητές ότι ο διευθυντής τους είχε πεθάνει, και κόλλησε ένα αναγγελτήριο της κηδείας με μαύρο περίγραμμα στο προαύλιο...
    Χρίστος Χ. Παπαδημητρίου, Ανεξαρτησία, Αθήνα: Πατάκης, 2012
  2. (μεταφορικά) η γενική ιδέα, η περίληψη ενός σχεδίου, παρουσίασης κ.λπ.
      Εκτός από την εγκαθίδρυση προσωποπαγούς απολυταρχικού καθεστώτος είναι για μας δύσκολο να διακρίνουμε το περίγραμμα του νέου σχήματος που ο Καίσαρ σκόπευε να δώσει στο ρωμαϊκό κράτος. (Rostovtzeff Michael Ivanovitch, Ρωμαϊκή ιστορία, μτφρ. Καλφόγλου Β., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984, σελ. 161.)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. περίγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περίγραμμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)